- μονοτράπεζος
- μονοτράπεζος, -ον (Α)αυτός που παρέχεται σε ξεχωριστό από τα άλλα τραπέζι («ξένια μονοτράπεζά μοι παρέσχον», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο-τράπεζος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονοτράπεζα — μονοτράπεζος at a solitary neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek